οἰκιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκιστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> колонизатор (Λιβύας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> жилец, житель Aesch.
|elrutext='''οἰκιστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> колонизатор (Λιβύας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> жилец, житель Aesch.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκιστήρ]], ῆρος, [poetic for [[οἰκιστής]], Pind., Orac. ap. Hdt.]
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιστήρ Medium diacritics: οἰκιστήρ Low diacritics: οικιστήρ Capitals: ΟΙΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: oikistḗr Transliteration B: oikistēr Transliteration C: oikistir Beta Code: oi)kisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, poet. for οἰκιστής, Pi.O. 7.30, al., Orac. ap. Hdt.4.155, Call.Ap.67, Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene) ; cf. οἰκητήρ.

German (Pape)

[Seite 301] ῆρος, ὁ, der Ansiedler, Gründer eines Ortes; χθονός, Pind. O. 7, 30 P. 1, 31; Λιβύας, 4, 6; Orak. bei Her. 4, 155; Bewohner, Aesch. Spt. 19 u. sp. D., wie Ep. ad. 209 (App. 386), χώρης.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιστήρ: ῆρος, Ποιητ. ἀντὶ τοῦ οἰκιστής, Πινδ. Ο. 7. 54, κ. ἀλλ., Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· πρβλ. οἰκητήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui établit des habitants dans, fondateur, colonisateur;
2 habitant.
Étymologie: οἰκίζω.

English (Slater)

οἰκιστήρ
   1 founder, colonizer τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστήρ Tlepolemos, who settled Rhodes (O. 7.30) ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Hieron, founder of Aitna (P. 1.31) ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6)

Greek Monolingual

οἰκιστήρ, -ήρος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.)
2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο του αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].

Russian (Dvoretsky)

οἰκιστήρ: ῆρος ὁ
1) колонизатор (Λιβύας Pind.);
2) жилец, житель Aesch.

Middle Liddell

οἰκιστήρ, ῆρος, [poetic for οἰκιστής, Pind., Orac. ap. Hdt.]