κατάρραφος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάρρᾰφος:''' зашитый или заплатанный (sc. [[ἐσθής]]) Luc. | |elrutext='''κατάρρᾰφος:''' зашитый или заплатанный (sc. [[ἐσθής]]) Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατάρρᾰφος, ον<br />sewn [[together]], patched, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.
Greek Monolingual
κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύ-ρραφος, υπό-ρραφος].
Greek Monotonic
κατάρρᾰφος: -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρραφος -ον [καταρράπτω] opgelapt.
Russian (Dvoretsky)
κατάρρᾰφος: зашитый или заплатанный (sc. ἐσθής) Luc.
Middle Liddell
κατάρρᾰφος, ον
sewn together, patched, Luc.