ψιχάρπαξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψῑχάρπαξ:''' -ᾰγος, ὁ ([[ψίξ]]), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ. | |lsmtext='''ψῑχάρπαξ:''' -ᾰγος, ὁ ([[ψίξ]]), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψῑχ-άρπαξ, ᾰγος, [[ψίξ]], [[crumb-filcher]], [[crumbfilcher]], [[name]] of a [[mouse]] in Batr. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ᾰγος, ὁ, (ψίξ)
A Crumb-yilcher, name of a mouse in Batr.105.
German (Pape)
[Seite 1401] αγος, ὁ, Brosamenräuber, Bröseldieb, komischer Mäusename in der Batr.
Greek (Liddell-Scott)
ψῐχάρπαξ: ᾰγος, ὁ, (ψὶξ) ὁ ἁρπάζων τὰ ψιχία, ὄνομα μυὸς ἐν τῇ Βατραχ. 24, 27, 105, 141, 234.
Greek Monolingual
-αγος, ὁ, Α
(ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, -αγος].
Greek Monotonic
ψῑχάρπαξ: -ᾰγος, ὁ (ψίξ), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
ψῑχ-άρπαξ, ᾰγος, ψίξ, crumb-filcher, crumbfilcher, name of a mouse in Batr.