φραδμοσύνη: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φραδμοσύνη:''' ἡ разумность, тонкий замысел HH, Hes. | |elrutext='''φραδμοσύνη:''' ἡ разумность, тонкий замысел HH, Hes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φραδμοσύνη]], ἡ,<br />poet. Noun, [[understanding]], [[shrewdness]], [[cunning]], in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, poet. Noun,
A shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.
German (Pape)
[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.
Greek (Liddell-Scott)
φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: φράδμων.
Greek Monolingual
και φρασμοσύνη, ἡ, Α φράδμων / φράσμων, -όνος]
ευφυΐα, επιτηδειότητα.
Greek Monotonic
φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ. όνομα, κατανόηση, εξυπνάδα, δεξιότητα, σε δοτ. πληθ. φραδμοσύνῃς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
φραδμοσύνη: ἡ разумность, тонкий замысел HH, Hes.
Middle Liddell
φραδμοσύνη, ἡ,
poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.