εὐκοινώνητος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐκοινώνητος:''' с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ [[ἐλευθέριος]] εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ. | |elrutext='''εὐκοινώνητος:''' с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ [[ἐλευθέριος]] εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-κοινώνητος, ον [[κοινωνέω]]<br />[[easy]] to [[deal]] with, Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easy to deal with, εἰς χρήματα Arist.EN1121a4, cf. Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 1075] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοινώνητος: -ον, εὔκολος εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se prête à des relations, qui communique volontiers;
2 p. ext. accommodant, sociable.
Étymologie: εὖ, κοινωνέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός
αρχ.
αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].
Greek Monotonic
εὐκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), αυτός με τον οποίο εύκολα κάποιος συναλλάσεται, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκοινώνητος: с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ ἐλευθέριος εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ.