ἀντιφορτίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(3) |
(1a) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιφορτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, [[παίρνω]] φορτίο ως [[επιστροφή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισάγω]] [[ανταλλαγή]] ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως [[αντάλλαγμα]] για το [[φόρτωμα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀντιφορτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, [[παίρνω]] φορτίο ως [[επιστροφή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισάγω]] [[ανταλλαγή]] ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως [[αντάλλαγμα]] για το [[φόρτωμα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[take]] in a [[return]] [[cargo]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[import]] in [[exchange]] for exports, Xen.: also as Pass., to be [[received]] in [[exchange]] for the [[cargo]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 9 January 2019
Greek Monotonic
ἀντιφορτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε Δημ.
II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Mid. to take in a return cargo, Dem.
II. to import in exchange for exports, Xen.: also as Pass., to be received in exchange for the cargo, Xen.