πτολιπόρθιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.
|elnltext=πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτολῐ-πόρθιος, ον, = [[πτολίπορθος]], of [[Ulysses]], Od.]
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθιος Medium diacritics: πτολιπόρθιος Low diacritics: πτολιπόρθιος Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΙΟΣ
Transliteration A: ptolipórthios Transliteration B: ptoliporthios Transliteration C: ptoliporthios Beta Code: ptolipo/rqios

English (LSJ)

ον, = sq., of Odysseus, Od.9.504.

German (Pape)

[Seite 811] = πτολίπορθος, vom Odysseus, Od. 9, 504. 530.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθιος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epith. of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

Greek Monolingual

-ον, Α πτολίπορθος
πτολίπορθος.

Greek Monotonic

πτολῐπόρθιος: -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθιος: Hom. = πτολίπορθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.

Middle Liddell

πτολῐ-πόρθιος, ον, = πτολίπορθος, of Ulysses, Od.]