μελιττουργός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελιττουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), [[μελισσοκόμος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελιττουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), [[μελισσοκόμος]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελιττ-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a bee-[[keeper]], Plat.
}}
}}

Revision as of 14:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιττουργός Medium diacritics: μελιττουργός Low diacritics: μελιττουργός Capitals: ΜΕΛΙΤΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melittourgós Transliteration B: melittourgos Transliteration C: melittourgos Beta Code: melittourgo/s

English (LSJ)

μελιττ-ουργέω, μελιττ-ουργία, Att. for μελισς-.

Greek (Liddell-Scott)

μελιττουργός: -ουργέω, -ουργία, Ἀττ. ἀντὶ μελισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. μελισσουργός.

Greek Monolingual

μελιττουργός, ὁ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργός.

Greek Monotonic

μελιττουργός: ὁ (*ἔργω), μελισσοκόμος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μελιττ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a bee-keeper, Plat.