τετρακισχίλιοι: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετρᾰκισχίλιοι:''' (χῑ) четыре тысячи Her. etc.
|elrutext='''τετρᾰκισχίλιοι:''' (χῑ) четыре тысячи Her. etc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰκῑσ-[[χίλιοι]], αι, α,<br />[[four]] [[thousand]], Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 14:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκισχίλιοι Medium diacritics: τετρακισχίλιοι Low diacritics: τετρακισχίλιοι Capitals: ΤΕΤΡΑΚΙΣΧΙΛΙΟΙ
Transliteration A: tetrakischílioi Transliteration B: tetrakischilioi Transliteration C: tetrakischilioi Beta Code: tetrakisxi/lioi

English (LSJ)

[ῑλ], αι, a,

   A four thousand, Hdt.2.9, al.; by tmesis, τετράκις γὰρ χίλιοι Th.6.31: Lacon. τετρᾰκινχήλιοι IG 5(1).1 (Sparta, v B.C.); Cyrenaic τετρᾰκιχήλιοι Abh.Berl.Akad. 1925(5).25; Boeot. πετρᾰκισχείλιη fem., q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, τετράκις χίλιοι, δηλ. τέσσαρες χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 9, κ. ἀλλ.· κατὰ τμῆσιν, τετράκις γὰρ χίλιοι Θουκ. 6. 31.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
quatre mille.
Étymologie: τετράκις, χίλιοι.

English (Strong)

from the multiplicative adverb of τέσσαρες and χίλιοι; four times a thousand: four thousand.

English (Thayer)

τετρακισχίλιαι, τετρακισχίλια, (τετράκις and χίλιοι), four thousand: Herodotus, Aristophanes, Thucydides, others.))

Greek Monolingual

-αι, -α, ΝΜΑ, και λακων. τ. τετρακινχήλιοι και κυρηναϊκός τ. τετρακιχήλιοι, -αι, -α, Α
τέσσερεις χιλιάδες («σὺν ὁπλίταις τετρακισχιλίοις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις / τετράκιν + χίλιοι.

Greek Monotonic

τετρᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, τέσσερις χιλιάδες, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰκισχίλιοι: (χῑ) четыре тысячи Her. etc.

Middle Liddell

τετρᾰκῑσ-χίλιοι, αι, α,
four thousand, Hdt., attic