προσαμείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden. | |elnltext=προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=doric ποτ<br />Mid., to [[answer]], τινα Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. ποτ-, Med.,
A answer, τινα Theoc.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
French (Bailly abrégé)
répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.
Greek Monolingual
Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].
Greek Monotonic
προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.
Middle Liddell
doric ποτ
Mid., to answer, τινα Theocr.