νευρόσπαστος: Difference between revisions
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νευρόσπαστος:''' приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.). | |elrutext='''νευρόσπαστος:''' приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νευρό-σπαστος, ον, [[σπάω]]<br />[[drawn]] by strings, moved by strings, of puppets, Hdt., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (σπάω)
A drawn by strings, ἀγάλματα ν. puppets moved by strings, Hdt.2.48; τὰ νευρόσπαστα puppets, X.Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόσπαστος: ον (σπάω ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.
Étymologie: νεῦρον, σπάω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνό-σπαστος, λυκό-σπαστος].
Greek Monotonic
νευρόσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νευρόσπαστος: приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.).
Middle Liddell
νευρό-σπαστος, ον, σπάω
drawn by strings, moved by strings, of puppets, Hdt., Xen.