ἐξορούω: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(2)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξορούω:''' <b class="num">1)</b> вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выскакивать, выпадать ([[Πάριος]] ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Hom.).
|elrutext='''ἐξορούω:''' <b class="num">1)</b> вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выскакивать, выпадать ([[Πάριος]] ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[leap]] [[forth]], Hom.
}}
}}

Revision as of 14:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορούω Medium diacritics: ἐξορούω Low diacritics: εξορούω Capitals: ΕΞΟΡΟΥΩ
Transliteration A: exoroúō Transliteration B: exorouō Transliteration C: eksoroyo Beta Code: e)corou/w

English (LSJ)

   A leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.

French (Bailly abrégé)

s’élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.

Greek Monolingual

ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορούω: 1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).

Middle Liddell

fut. σω
to leap forth, Hom.