δυσραγής: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσρᾰγής:''' с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ [[σκύτη]] τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.). | |elrutext='''δυσρᾰγής:''' с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ [[σκύτη]] τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ρᾰγής, ές [[ῥήγνυμι]]<br />[[hard]] to [[break]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A hard to break, Luc.Anach.24 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 688] ές, schwer zu zerreißen, Luc. gymn. 24.
Greek (Liddell-Scott)
δυσρᾰγής: -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à rompre.
Étymologie: δυσ-, ῥήγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές difícil de romper τὰ σκύτη Luc.Anach.24.
Greek Monolingual
δυσραγής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει.
Greek Monotonic
δυσρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), δύσκολος στο σπάσιμο, άθραυστος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δυσρᾰγής: с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ σκύτη τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.).