ἀπαμείβομαι: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(1) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαμείβομαι:''' (aor. ἀπημείφθην, 3 л. sing. ppf. ἀπάμειπτο) заявлять в ответ, отвечать (ἀπαμειβόμενος προσέφη Hom.; [[ὧδε]] [[ἀπημείφθη]] Xen.; ἀ. τινα τοιῷδε μύθῳ Theocr.). | |elrutext='''ἀπαμείβομαι:''' (aor. ἀπημείφθην, 3 л. sing. ppf. ἀπάμειπτο) заявлять в ответ, отвечать (ἀπαμειβόμενος προσέφη Hom.; [[ὧδε]] [[ἀπημείφθη]] Xen.; ἀ. τινα τοιῷδε μύθῳ Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[reply]], [[answer]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 9 January 2019
English (LSJ)
fut. -ψομαι: aor.
A ἀπημείφθην X.An.2.5.15: plpf. ἀπάμειπτο AP14.2, Nonn.D.8.165:—reply, answer, freq. in Hom., but always with a second more definite Verb, as ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, al.; ἀπαμείβετς φώνησέν τε 20.199, al.; ὧδε ἀ. X. l.c.; τινά Theoc.8.8.
German (Pape)
[Seite 277] dep. pass., ἀπημείφθην Xen. An. 2, 5, 15, ἀπάμειπτο probl. arith. 2. 42 (XIV, 3. 4), erwidern, antworten; bei Hom. in den Formen ἀπαμείβετο (nicht selten), ἀπαμειβόμενος (sehr oft), ἀπαμειβόμενοι Od. 9, 409, ἀπαμειβόμενον neutr. Od. 4, 824. 835.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμείβομαι: ἀόρ. ἀπημείφθην Ξεν. Ἀν. 2. 5, 15: ὑπερσυντ. ἀπάμειπτο Ἀνθ. Π. 14. 3: ἀποθ.: ― ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, συνηθέστατον παρ, Ὁμ., ἀλλ’ ἀεὶ μεθ’ ἑτέρου ἐμφατικωτέρου ῥήματος, ὡς ἀπαμειβόμενος προσέφη ἢ ἀπαμείβετο φώνησέν τε· οὕτω, Τισσαφέρνης δὲ ὧδε ἀπημείφθη, δηλ. ἀπεκρίνατο, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., τινὰ Θεόκρ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
prendre la parole à son tour, répondre ; τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη IL, OD prenant la parole à son tour, il lui dit.
Étymologie: ἀπό, ἀμείβομαι.
English (Autenrieth)
answer, reply; esp., ἀπαμειβόμενος προσέφη (προσεφώνεε), and ἀπαμείβετο φώνησέν τε. In different connection, Od. 8.158.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰμείβομαι)
contestar, responder ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2S., ἀπαμείβετο φώνησέν τε Il.20.199, Od.7.298, 308, τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳ Theoc.8.8, ὃς δ' ἀπάμειπτο AP 14.3. ὧδε ἀπημείφθη X.An.2.5.15, cf. Nonn.D.8.165.
Greek Monolingual
ἀπαμείβομαι (Α)
απαντώ, αποκρίνομαι.
Greek Monotonic
ἀπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, αόρ. αʹ ἀπημείφθην· γʹ ενικ. υπερσ. ἀπάμειπτο· αποθ., αποκρίνομαι, απαντώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμείβομαι: (aor. ἀπημείφθην, 3 л. sing. ppf. ἀπάμειπτο) заявлять в ответ, отвечать (ἀπαμειβόμενος προσέφη Hom.; ὧδε ἀπημείφθη Xen.; ἀ. τινα τοιῷδε μύθῳ Theocr.).