Ὤλενος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ὤλενος:''' ἡ Олен<br /><b class="num">1)</b> город в Этолии, у подошвы горы Аракинф Hom., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> город в Ахайе Her.
|elrutext='''Ὤλενος:''' ἡ Олен<br /><b class="num">1)</b> город в Этолии, у подошвы горы Аракинф Hom., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> город в Ахайе Her.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ὤλενος]], ἡ,<br />[[Olenos]], a [[city]] of [[Achaia]], Il.; prob. named from its [[lying]] in the [[bend]] (ὠλένἠ of a [[hill]].
}}
}}

Revision as of 14:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὤλενος Medium diacritics: Ὤλενος Low diacritics: Ώλενος Capitals: ΏΛΕΝΟΣ
Transliteration A: Ṓlenos Transliteration B: Ōlenos Transliteration C: Olenos Beta Code: *)/wlenos

English (LSJ)

ἡ,

   A Olenos, a city of Achaia, Il.2.639: prob. named from its lying in the bend (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, Achaean, AP7.723.

Greek (Liddell-Scott)

Ὤλενος: ἡ, πόλις τῆς Ἀχαΐας, Ἰλ.· ἴσως ὀνομασθεῖσα οὕτως ὡς κειμένη ἐπὶ τῆς ὠλένης ἢ κλιτύος ὄρους, ὡς τὸ Γερμανικὸν Ellenbogen (ἀγκών).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Olénos :
1 v. d’Étolie;
2 v. d’Achaïe.

English (Autenrieth)

a town in Aetolia, on Mt. Aracynthus, Il. 2.639†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ονομασία πόλης της Αχαΐας
2. ονομασία πόλης της Αιτωλίας κοντά στην Πλευρώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «αγκώνας», με αναβιβασμό του τόνου. Η παραπάνω ονομασία οφείλεται πιθ. στο γεγονός ότι οι πόλεις ήταν χτισμένες ή στην καμπύλη λόφου ή στην στροφή ποταμού].

Greek Monotonic

Ὤλενος: ἡ, Ώλενος, πόλη της Αχαΐας, σε Ομήρ. Ιλ.· πιθ. ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της στην καμπή (ὠλένη) όρους.

Russian (Dvoretsky)

Ὤλενος: ἡ Олен
1) город в Этолии, у подошвы горы Аракинф Hom., Soph.;
2) город в Ахайе Her.

Middle Liddell

Ὤλενος, ἡ,
Olenos, a city of Achaia, Il.; prob. named from its lying in the bend (ὠλένἠ of a hill.