μανδραγόρας: Difference between revisions
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
(2) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[mandrake]] (Att., Thphr.).<br />Derivatives: <b class="b3">μαν-δραγορ-ίτης οἶνος</b> (Dsc.; Redard 97), <b class="b3">-ῖτις Ἀφροδίτη</b> H. (as the plant was seen as an Aphrodisiacon); <b class="b3">-ικός</b> <b class="b2">from μ.</b> (Alex. Trall.); <b class="b3">-ιζομένη</b> <b class="b2">benumbed with μ. </b> (name of a com. of Alexis).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. E. Fraenkel Satura Berolinensis 23f. supposes, that the plant was called after a person (physician). Schrader-Nehring Reallex. 1, 42 remind hesitantly (after Lagarde) of the Persian names of the plant <b class="b2">merdum gijā</b> "human plant"; the Mandragora-root is called by an unknown spokesman <b class="b3">ἀνθρωπόμορφος</b>, by Columella as [[semihomo]]. After Bq this is a folketymological adaptation of a foreign word. - From <b class="b3">μανδραγόρας</b> Engl. [[mandrake]], Arm. [[manragor]] etc. - On the facts Schrader-Nehring l.c. | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[mandrake]] (Att., Thphr.).<br />Derivatives: <b class="b3">μαν-δραγορ-ίτης οἶνος</b> (Dsc.; Redard 97), <b class="b3">-ῖτις Ἀφροδίτη</b> H. (as the plant was seen as an Aphrodisiacon); <b class="b3">-ικός</b> <b class="b2">from μ.</b> (Alex. Trall.); <b class="b3">-ιζομένη</b> <b class="b2">benumbed with μ. </b> (name of a com. of Alexis).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. E. Fraenkel Satura Berolinensis 23f. supposes, that the plant was called after a person (physician). Schrader-Nehring Reallex. 1, 42 remind hesitantly (after Lagarde) of the Persian names of the plant <b class="b2">merdum gijā</b> "human plant"; the Mandragora-root is called by an unknown spokesman <b class="b3">ἀνθρωπόμορφος</b>, by Columella as [[semihomo]]. After Bq this is a folketymological adaptation of a foreign word. - From <b class="b3">μανδραγόρας</b> Engl. [[mandrake]], Arm. [[manragor]] etc. - On the facts Schrader-Nehring l.c. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />[[mandrake]], a [[narcotic]] [[plant]], Xen., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ου or α, ὁ,
A mandrake (μ. ἄρρην = Mandragora officinalis, μ. θῆλυς, = M. autumnalis, Dsc.4.75), Thphr.HP9.8.8, CP6.4.5, etc.; μανδραγόρου ῥίζα Hp.Loc.Hom.39; ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει X.Smp.2.24; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι Pl.R.488c; μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν D.10.6; ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc.Dem.Enc.36, Tim.2. 2 belladonna, Atropa Belladonna, Thphr.HP6.2.9. II epith. of Zeus, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μανδρᾰγόρας: -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου ῥίζα Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «τουτέστι μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου ou α (ὁ) :
mandragore, plante stupéfiante ou soporifique.
Étymologie: DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.
Greek Monolingual
και μαντραγόρας, ο (AM μανδραγόρας Μ και μανδράγορος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. φρ. «ἐκ μανδραγόρου καθεύδω» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ καθεύδω» — πέφτω σε βαθιά νάρκη ή μέθη
2. (κατά τον Ησύχ.) επίθετο του Διός
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ο Μανδραγόρας
κωμωδία του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη κωμωδία της ιταλικής Αναγέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού merdum gijā «φυτό του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη μορφή mandrake και η Αρμενική με τη μορφή manragor].
Greek Monotonic
μανδρᾰγόρας: -ου ή -α, ὁ, το φυτό μανδραγόρας, με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μανδραγόρᾱς: ου или ᾱ ὁ бот. мандрагора (растение, которое, вследствие наркотического действия своих соков, считалось волшебным - предполож. Atropa Belladonna) Xen., Arst., Plut., Luc.: μανδραγόραν πεπωκέναι Dem. выпить мандрагорового соку, т. е. быть в оцепенении.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mandrake (Att., Thphr.).
Derivatives: μαν-δραγορ-ίτης οἶνος (Dsc.; Redard 97), -ῖτις Ἀφροδίτη H. (as the plant was seen as an Aphrodisiacon); -ικός from μ. (Alex. Trall.); -ιζομένη benumbed with μ. (name of a com. of Alexis).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. E. Fraenkel Satura Berolinensis 23f. supposes, that the plant was called after a person (physician). Schrader-Nehring Reallex. 1, 42 remind hesitantly (after Lagarde) of the Persian names of the plant merdum gijā "human plant"; the Mandragora-root is called by an unknown spokesman ἀνθρωπόμορφος, by Columella as semihomo. After Bq this is a folketymological adaptation of a foreign word. - From μανδραγόρας Engl. mandrake, Arm. manragor etc. - On the facts Schrader-Nehring l.c.