πυρρότριχος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πυρρότρῐχος:''' <b class="num">I</b> gen. к [[πυρρόθριξ]].<br />Theocr. = [[πυρρόθριξ]]. | |elrutext='''πυρρότρῐχος:''' <b class="num">I</b> gen. к [[πυρρόθριξ]].<br />Theocr. = [[πυρρόθριξ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πυρρό-τρῐχος, ον, = [[πυρρόθριξ]], Theocr.] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].
Greek Monotonic
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.
Russian (Dvoretsky)
πυρρότρῐχος: I gen. к πυρρόθριξ.
Theocr. = πυρρόθριξ.
Middle Liddell
πυρρό-τρῐχος, ον, = πυρρόθριξ, Theocr.]