τωθάζω: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τωθάζω bespotten, honen, plagen.
|elnltext=τωθάζω bespotten, honen, plagen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[mock]], [[scoff]] or [[jeer]] at, [[flout]], Hdt., Ar.: —Pass. to be jeered, Plat.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[jeer]], Ar.
}}
}}

Revision as of 15:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθάζω Medium diacritics: τωθάζω Low diacritics: τωθάζω Capitals: ΤΩΘΑΖΩ
Transliteration A: tōtházō Transliteration B: tōthazō Transliteration C: tothazo Beta Code: twqa/zw

English (LSJ)

Ar.V.1368, Theoc.16.9, etc.: fut.

   A τωθάσομαι Pl.Hp. Ma.290a (τωθάσω Ar.V.1362 is aor. subj.; τωθάσουσι as fut. is v.l. in Gal.6.234): aor. ἐτώθασα Ar. l. c., Arist.Rh.1381a34, Jul. Or.5.159a, (ἐπ-) Hp.Ep.17: also θωτάξω (q.v.):—mock, jeer at, flout, τινα Hdt.2.60, Ar.V.1362, Pl. l. c., Herod.7.103; πολλὰ τ. τινά Theoc. l.c.:—Pass., to be mocked, Pl.R.474a, Lib.Decl.19.33.    2 abs., jeer, Ar.V.1368, Arist. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

τωθάζω: Δωρικ. τωθάσδω· μέλλ. τωθάσομαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290Α (τωθάσω Ἀριστοφ. Σφ. 1362 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ἀόρ. ἐτώθασα, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 13, (ἐπ-) Ἱππ. 1281. 15· ἐτώθαξα Τζέτζ. Ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, σκώπτω, μυκτηρίζω, τινὰ Ἡρόδ. 2. 60, Ἀριστοφ. Σφ. 1362, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πολλὰ τ. τινὰ Θεόκρ. 16 9. - Παθ., μυκτηρίζομαι, χλευάζομαι, Πλάτ. Πολ. 474Α. 2) ἀπολ., ἐμπαίζω, χλευάζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1368, Ἀριστ. Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὡς παράδειγμα τοῦ τωθάζειν οἱ παλαιοὶ μνημονεύουσι τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 21, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τωθάζει· χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυχᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ».

French (Bailly abrégé)

f. τωθάσομαι, ao. ἐτώθασα, pf. inus.
se moquer de, railler, plaisanter, acc..
Étymologie: DELG terme expressif, pê pop., sans étym.

Greek Monolingual

ΜΑ, και θωτάζω, Α
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ
αρχ.
1. απόλ. χλευάζω
2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ»
β) «ἐρεθίζω»
γ) «κακολογῶ»
δ) «θωπεύω»
ε) «κατακαυχῶμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. θωτάζω προήλθε πιθ. από την παραπάνω λ. με μετάθεση συμφώνων].

Greek Monotonic

τωθάζω: Δωρ. τωθάσδω, μέλ. τωθάσομαι, αόρ. ἐτώθασα, υποτ. τωθάσω·
1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, σκώπτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.
2. απόλ., εμπαίζω, χλευάζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τωθάζω: дор. τωθάσδω (fut. τωθάσομαι, aor. ἐτώθασα) насмехаться, осмеивать (τινά Her., Arph., Plat. etc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωθάζω bespotten, honen, plagen.

Middle Liddell


1. to mock, scoff or jeer at, flout, Hdt., Ar.: —Pass. to be jeered, Plat.
2. absol. to jeer, Ar.