τριβελής: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐβελής:''' -ές ([[βέλος]]), αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῐβελής:''' -ές ([[βέλος]]), αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῐ-βελής, ές [[βέλος]]<br />[[three]]-[[pointed]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, βέλος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].
Greek Monotonic
τρῐβελής: -ές (βέλος), αυτός που έχει τρεις αιχμές, σε Ανθ.