τυμβωρύχος: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.
|elnltext=τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠμβ-ωρύχος, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />one who digs up graves, a [[grave]]-[[robber]], Ar.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβωρύχος Medium diacritics: τυμβωρύχος Low diacritics: τυμβωρύχος Capitals: ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: tymbōrýchos Transliteration B: tymbōrychos Transliteration C: tymvorychos Beta Code: tumbw/ruxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A grave-robber, Ar.Ra.1149, Luc.JTr.52, CIG2826, al. (Aphrodisias), Charito 1.9, 3.3.    II grave-digger, S.E.M.7.45.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ, ὁ ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, νεκροθάπτης, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fouille un tombeau pour voler.
Étymologie: τύμβος, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει
νεοελλ.
μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος
μσν.
ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του
αρχ.
αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών, νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει τους τάφους των νεκρών με σκοπό την κλοπή, ληστής τάφων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβωρύχος: (ῠ) ὁ раскапыватель (грабитель) могил Arph., Luc., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.

Middle Liddell

τῠμβ-ωρύχος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs up graves, a grave-robber, Ar.