τοξάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τοξάζομαι:''' стрелять из лука: τ. τινος Hom. пускать стрелы в кого-л.
|elrutext='''τοξάζομαι:''' стрелять из лука: τ. τινος Hom. пускать стрелы в кого-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τοξάζομαι]], [[τόξον]]<br />Dep. to [[shoot]] with a bow, Od.; c. gen. to [[shoot]] at, Od.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξάζομαι Medium diacritics: τοξάζομαι Low diacritics: τοξάζομαι Capitals: ΤΟΞΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: toxázomai Transliteration B: toxazomai Transliteration C: toksazomai Beta Code: toca/zomai

English (LSJ)

(τόξον)

   A shoot with a bow, Od.8.220,228: c. gen. objecti, shoot at, εἰ καὶ . . τοξαζοίατο φωτῶν ib.218; κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι 22.27: later c. acc., τ. θῆρας Opp.C.4.54.—Poet. word, for which τοξεύω is usual in Prose, but τοξάζω (Act.) occurs in Heraclit. All.13.

German (Pape)

[Seite 1127] mit dem Bogen schießen, Od.; wonach, τινός, 8, 218; τοξάσσεται, 22, 27; τοξάσσαιτο, 22, 78.

Greek (Liddell-Scott)

τοξάζομαι: μέλλ. -άσομαι, (τόξον)· ἀποθ., τοξεύω, ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., ῥίπτω βέλος, τοξεύω πρός τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις εἶναι ἐν χρήσει τὸ τοξεύω.

French (Bailly abrégé)

tirer de l’arc : τινος contre qqn.
Étymologie: τόξον.

English (Autenrieth)

(τόξον), opt. 3 pl. τοξαζοίατο, fut. τοξάσσεται, aor. opt. τοξάσσαιτο: shoot with the bow; τινός, ‘at something,’ Od. 8.218.

Greek Monolingual

Α τόξον
(ποιητ. τ.) τοξεύω.

Greek Monotonic

τοξάζομαι: μέλ. τοξάσομαι, (τόξον), αποθ., σημαδεύω με τόξο, τοξεύω, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., τοξεύω προς κάποιον, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τοξάζομαι: стрелять из лука: τ. τινος Hom. пускать стрелы в кого-л.

Middle Liddell

τοξάζομαι, τόξον
Dep. to shoot with a bow, Od.; c. gen. to shoot at, Od.