περισσολόγος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
(6) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισσολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]]. | |lsmtext='''περισσολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περισσο-[[λόγος]], ον, [[λέγω]]<br />[[talking]] too [[much]], [[wordy]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A talking too much, wordy, Sch.Ar.Eq.89.
German (Pape)
[Seite 592] weitschweifig, geziert redend, sich gekünstelt oder übermäßig geschmückt ausdrückend, Schol. Ar. Equ. 89 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περισσολόγος: ον ὁ περιττὰ λέγων, περιττολόγος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
verbeux.
Étymologie: περισσός, λόγος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. περιττολόγος.
Greek Monotonic
περισσολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, φλύαρος.