ἀναρμοστέω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναρμοστέω:''' <b class="num">1)</b> не согласовываться, не подходить, не гармонировать (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> быть расстроенным ([[λύρα]] ἀναρμοστεῖ Plat.). | |elrutext='''ἀναρμοστέω:''' <b class="num">1)</b> не согласовываться, не подходить, не гармонировать (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> быть расстроенным ([[λύρα]] ἀναρμοστεῖ Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀνάρμοστος]]<br />not to fit or [[suit]], τινί or πρός τι Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A not to fit or suit, τινί Pl.R.462a; πρὸς ἄλληλα Id.Sph.253a; of musical instruments, to be out of tune, Id.Grg. 482b (cj.).
German (Pape)
[Seite 205] nicht zusammen passen, Ggstz von ξυναρμόττω, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 253 a; τινί, Rep. V, 462 a; von musikalischen Instrumenten, verstimmt sein, z. B. von der Lyra, ἀν. καὶ διαφωνεῖν Gorg. 482 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρμοστέω: εἶμαι ἀνάρμοστος, δὲν προσαρμόζομαι, δὲν ἁρμόζω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁρμόττω, μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ ἴχνος ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, πρός τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, κάμνω παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
n’être pas d’accord : τινι, πρός τι avec qch ; abs. n’être pas accordé en parl. d’instrument de musique.
Étymologie: ἀνάρμοστος.
Spanish (DGE)
1 estar en desacuerdo, no concordar πρὸς ἄλληλα Pl.Sph.253a, ἐν ... σχήματι νόμου Pl.Lg.718b, c. dat. τῷ δὲ τοῦ κακοῦ (ἴχνει) Pl.R.462a.
2 desafinar τὴν λύραν μοι κρεῖττον εἶναι ἀναρμοστεῖν τε καὶ διαφωνεῖν ... ἢ ... Pl.Grg.482b.
Greek Monotonic
ἀναρμοστέω: μέλ. -ήσω (ἀνάρμοστος), δεν είμαι πρέπων ή κατάλληλος, τινί ή πρός τι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρμοστέω: 1) не согласовываться, не подходить, не гармонировать (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);
2) быть расстроенным (λύρα ἀναρμοστεῖ Plat.).
Middle Liddell
ἀνάρμοστος
not to fit or suit, τινί or πρός τι Plat.