ἀναλθής: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
(2) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναλθής:''' -ές ([[ἀλθαίνω]]), μη επιδεχόμενος [[θεραπεία]], [[ανίατος]], [[αγιάτρευτος]], σε Βίωνα. | |lsmtext='''ἀναλθής:''' -ές ([[ἀλθαίνω]]), μη επιδεχόμενος [[θεραπεία]], [[ανίατος]], [[αγιάτρευτος]], σε Βίωνα. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄλθομαι]]<br />[[powerless]] to [[heal]], [[Bion]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A not to be healed, ἑλκύδριον Hp.Art.63, cf. Arctin.Iliup. 5, Aret.SD1.7, Q.S.3.84. 2 not healing, powerless to heal, φάρμακα Bion Fr.13.4. 3 deadly, inflicting incurable wounds, Opp. C.2.424.
German (Pape)
[Seite 196] ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλθής: -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, ἀνίατος, ἑλκύδριον Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, ἀνίσχυρος πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 incurable;
2 inefficace.
Étymologie: ἀ, ἀλθαίνω.
Spanish (DGE)
-ές
1 incurable, ἑλκύδριον Hp.Art.63, τραύματα Bio Fr.1.4, cf. Il.Pers.5.6, Aret.SD 1.7.8, Q.S.3.84.
2 que produce heridas incurables ὀϊστός Opp.C.2.424.
Greek Monolingual
ἀναλθής, -ές (Α)
αυτός που δεν θεραπεύεται, ανίατος, αγιάτρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄλθος «θεραπεία»].
Greek Monotonic
ἀναλθής: -ές (ἀλθαίνω), μη επιδεχόμενος θεραπεία, ανίατος, αγιάτρευτος, σε Βίωνα.