ἀνέλεος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνέλεος:''' NT = [[ἀνελεήμων]].
|elrutext='''ἀνέλεος:''' NT = [[ἀνελεήμων]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[unmerciful]], NTest.
}}
}}

Revision as of 15:59, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλεος Medium diacritics: ἀνέλεος Low diacritics: ανέλεος Capitals: ΑΝΕΛΕΟΣ
Transliteration A: anéleos Transliteration B: aneleos Transliteration C: aneleos Beta Code: a)ne/leos

English (LSJ)

ον,

   A unmerciful, Ep.Jac.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλεος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, Ἐπιστ. Ἰακώβ. βϳ, 13 Lachm (κοινῶς ἀνίλεως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pitié, sans compassion.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.

Spanish (DGE)

-ον
inmisericorde, implacable ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia, Ep.Iac.2.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλεος, -ον)
χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].

Greek Monotonic

ἀνέλεος: -ον, ανελέητος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλεος: NT = ἀνελεήμων.

Middle Liddell

unmerciful, NTest.