ἀνεθέλητος: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεθέλητος:''' нежеланный, неприятный ([[συμφορά]] Her.). | |elrutext='''ἀνεθέλητος:''' нежеланный, неприятный ([[συμφορά]] Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐθέλω]]<br />unwished for, [[unwelcome]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A unwished for, unwelcome, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88; ἀ. γίνεταί τι ib.133.
German (Pape)
[Seite 220] unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεθέλητος: -ον, ὃν δὲν θέλει τις, ἀβούλητος, ἀπροαίρετος, ἀπευκταῖος, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι αὐτόθι 133: πρβλ. ἀναγκαῖος· ἀκούσιος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. ἄνευ θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε ἄνθρωπος ἀνεθέλητος» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voulu, qu’on supporte avec peine.
Étymologie: ἀ, ἐθέλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.
2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεθέλητος, -ον)
1. ανεπιθύμητος, απευκταίος
2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος.
Greek Monotonic
ἀνεθέλητος: -ον (ἐθέλω), ανεπιθύμητος, μη ευπρόσδεκτος, απευκταίος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεθέλητος: нежеланный, неприятный (συμφορά Her.).