ἀντερῶ: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντερῶ:''' μέλ. [[χωρίς]] ενεστώτα σε [[χρήση]]· παρακ. <i>ἀντείρηκα</i> (πρβλ. [[ἀντεῖπον]])· [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], σε Σοφ.· τι [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[αρνούμαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>οὐδὲν ἀντερήσεται</i>, δεν θα δοθεί καμία [[άρνηση]], σε Σοφ.·
|lsmtext='''ἀντερῶ:''' μέλ. [[χωρίς]] ενεστώτα σε [[χρήση]]· παρακ. <i>ἀντείρηκα</i> (πρβλ. [[ἀντεῖπον]])· [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], σε Σοφ.· τι [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[αρνούμαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>οὐδὲν ἀντερήσεται</i>, δεν θα δοθεί καμία [[άρνηση]], σε Σοφ.·
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντεῖπον]] [fut. with no pres. in use.]<br />to [[speak]] [[against]], [[gainsay]], Soph.; τι πρός τινα Ar.; c. inf. to [[refuse]], Aesch.:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no [[denial]] shall be given, Soph.
}}
}}

Revision as of 16:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντερῶ Medium diacritics: ἀντερῶ Low diacritics: αντερώ Capitals: ΑΝΤΕΡΩ
Transliteration A: anterō̂ Transliteration B: anterō Transliteration C: antero Beta Code: a)nterw=

English (LSJ)

fut. without any pres. in use: pf.

   A ἀντείρηκα S.Ant.47 (cf. ἀντεῖπον):—speak against, gainsay, S.l.c.; τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀ. θεοῖς A.Ag.539; τι πρός τινα Ar.Nu.1079; πρός τι Ach.701; τινί Pl.R. 580a:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, S.Tr.1184; τὰ-ημένα Gal.5.477.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερῶ: μέλλ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει: πρκμ. ἀντείρηκα Σοφ. Ἀντ. 47· (πρβλ. ἀντεῖπον): ― θὰ ἀντείπω, θὰ ἀντιλέξω, αὐτόθι, τεθνάναι τ’ οὐκέτ’ ἀντερῶ θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 539· τάδ’ ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1079· πρός τι ὁ αὐτ. Ἀχ. 701: ― Παθ., οὐδὲν ἀντιρήσεται, οὐδεμία ἄρνησις θὰ γείνῃ, Σοφ. Τρ. 1184.

French (Bailly abrégé)

v. *ἀντείρω et ἀντιλέγω.

Greek Monolingual

(I)
ἀντερῶ (-άω) (Α)
1. ανταγαπώ, είμαι ερωτευμένος με το πρόσωπο που μ' αγαπά
2. είμαι αντεραστής, αντίζηλος στον έρωτα.———————— (II)
ἀντερῶ (-έω) (Α)
1. θα αντιμιλήσω
2. (μτχ. πρκ. ως ουσ.) τὰ ἀντειρημένα
οι αντιρρήσεις.

Greek Monotonic

ἀντερῶ: μέλ. χωρίς ενεστώτα σε χρήση· παρακ. ἀντείρηκα (πρβλ. ἀντεῖπονμιλώ ενάντια, αντικρούω, σε Σοφ.· τι πρός τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., αρνούμαι, σε Αισχύλ. — Παθ., οὐδὲν ἀντερήσεται, δεν θα δοθεί καμία άρνηση, σε Σοφ.·

Middle Liddell

ἀντεῖπον [fut. with no pres. in use.]
to speak against, gainsay, Soph.; τι πρός τινα Ar.; c. inf. to refuse, Aesch.:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, Soph.