ἀντιφεύγω: Difference between revisions
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιφεύγω:''' (вместо кого-л.) отправляться в изгнание ([[ἀντί]] τινος Eur.). | |elrutext='''ἀντιφεύγω:''' (вместо кого-л.) отправляться в изгнание ([[ἀντί]] τινος Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to go [[into]] [[exile]] in [[turn]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A flee or go into exile in turn, ἀντί τινος E.El.1091.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφεύγω: πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ φεύγω ὡς ἐξόριστος ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις, καὶ οὔτε ἀντεξορίζεται οὗτος ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.
French (Bailly abrégé)
être dans l’exil pour expier l’exil d’un autre.
Étymologie: ἀντί, φεύγω.
Spanish (DGE)
ir al destierro a su vez παιδὸς ἀντὶ σοῦ a cambio del destierro de tu hijo E.El.1091.
Greek Monolingual
ἀντιφεύγω (Α)
εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
ἀντιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, φεύγω για την εξορία με τη σειρά μου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφεύγω: (вместо кого-л.) отправляться в изгнание (ἀντί τινος Eur.).