ἀντιθήγω: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιθήγω:''' в свою очередь точить (τὸν ὀδόντα ἐπί τινα Luc.). | |elrutext='''ἀντιθήγω:''' в свою очередь точить (τὸν ὀδόντα ἐπί τινα Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[whet]] [[against]] [[another]], ὀδόντας ἐπί τινα Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51.
German (Pape)
[Seite 252] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθήγω: ἀντακονίζω, ἀκονίζω ἐναντίον ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.
French (Bailly abrégé)
exciter contre ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, θήγω.
Spanish (DGE)
afilar a su vez ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.Par.51.
Greek Monolingual
ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντιθήγω: μέλ. -ξω, ακονίζω πάνω σε κάτι, ὀδόντας ἐπί τινα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιθήγω: в свою очередь точить (τὸν ὀδόντα ἐπί τινα Luc.).