ἀπέχθομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθομαι:''' Theocr., Plut., Anth. = [[ἀπεχθάνομαι]].
|elrutext='''ἀπέχθομαι:''' Theocr., Plut., Anth. = [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to be [[hated]], incur [[hatred]]
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέχθομαι Medium diacritics: ἀπέχθομαι Low diacritics: απέχθομαι Capitals: ΑΠΕΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: apéchthomai Transliteration B: apechthomai Transliteration C: apechthomai Beta Code: a)pe/xqomai

English (LSJ)

later form of ἀπεχθάνομαι, Theoc.7.45, Lyc.116, AP5.176 (Mel.), Plu. Marc.22, etc.; for in E.Hipp.1260 ἐπάχθομαι is the better reading; and the inf. ἀπέχθεσθαι freq. found in codd. should be written ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι.

German (Pape)

[Seite 289] s. ἀπεχθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀπεχθάνομαι κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: καθότι τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς ἐπάχθομαι, καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, ὅπερ εἶναι ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ ἀπεχθάνομαι, ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπεχθάνομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [part. act. tard. ἀπέχθων SB 8421.3 (I a.C.)]
1 ser odioso c. dat. agente μοὶ καὶ τέκτων μέγ' ἀπέχθεται Theoc.7.45, cf. Lyc.116, AP 5.177 (Mel.), Plu.Marc.22, Luc.Tox.51
abs. ἀπηχθόμην me hice odioso Archil.141.
2 en v. act. odiar μακρὰς ... ἀμβολάς SB l.c.

Greek Monolingual

ἀπέχθομαι (Α)
βλ. απεχθάνομαι.

Greek Monotonic

ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος του ἀπεχθάνομαι, σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. ἀπέχθεσθαι, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο ἀπεχθέσθαι, απαρ. του ἀπηχθόμην, αόρ. βʹ του ἀπεχθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέχθομαι: Theocr., Plut., Anth. = ἀπεχθάνομαι.

Middle Liddell

to be hated, incur hatred