ἀπομιμνήσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(5)
(1a)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπομιμνῄσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαναθυμάμαι]]<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ανταποδίδω]].
|mltxt=[[ἀπομιμνῄσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαναθυμάμαι]]<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ανταποδίδω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid.:— to [[remember]] [[fully]], [[χάριν]] ἀπ. to [[recognise]], [[repay]] a [[favour]], [[feel]] [[gratitude]], Il., Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:30, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 315] (s. μιμνήσκω), dep. pass., p. auch aor. med., sich erinnern, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο, sie gedachten es ihm im Guten, Il. 24, 428; τινὶ χάριν εὐεργεσιάων Hes. Th. 503; χάριν ἀξίαν ἀπομνήσεσθαι, τινί, Thuc. 1, 137; auch im Bösen gedenken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομιμνήσκομαι: μέλλ. -μνήσομαι: ἀόρ. -εμνησάμην: Ἀποθ., ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, ἀναγνωρίζω, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ, «δι’ ὃ αὐτῷ ἀπεμνημόνευσαν καὶ ἐν τῇ θανάτου γε μοίρᾳ» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 428· ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων..., δι’ εὐεργεσίας..., Ἡσ. Θ. 503· αὐτῷ δέ… χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Θουκ. 1. 137, Εὐρ. Ἄλκ. 299· πρβλ. ἀπομνημονεύω.

English (Autenrieth)

aor. ἀπεμνήσαντο: remember something in return (cf. ἀποδοῦναι), Il. 24.428†.

Greek Monolingual

ἀπομιμνῄσκομαι (Α)
1. ξαναθυμάμαι
2. αναγνωρίζω, ανταποδίδω.

Middle Liddell


Mid.:— to remember fully, χάριν ἀπ. to recognise, repay a favour, feel gratitude, Il., Thuc.