ἀπενθής: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπενθής:''' беспечальный, не знающий горя Aesch., Plut.
|elrutext='''ἀπενθής:''' беспечальный, не знающий горя Aesch., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πένθος]]<br />[[free]] from [[grief]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπενθής Medium diacritics: ἀπενθής Low diacritics: απενθής Capitals: ΑΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: apenthḗs Transliteration B: apenthēs Transliteration C: apenthis Beta Code: a)penqh/s

English (LSJ)

ές,

   A free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.

German (Pape)

[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
exempt de deuil.
Étymologie: ἀ, πένθος.

Spanish (DGE)

-ές
1 libre de dolor ἀ. πέργαμ' A.Pr.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.Fr.11.2, Nonn.D.38.165, (Ἑλλάς) Plu.Flam.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.20.10.
2 que aleja el dolor βότρυς Nonn.D.7.87.

Greek Monolingual

ἀπενθής (-ούς), -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πένθος ή θλίψη
2. ο απένθητος, εκείνος για τον οποίο δεν πένθησαν.

Greek Monotonic

ἀπενθής: -ές (πένθος), αυτός που δεν πενθεί, δεν είναι θλιμμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπενθής: беспечальный, не знающий горя Aesch., Plut.

Middle Liddell

πένθος
free from grief, Aesch.