ἀποδοκιμάω: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποδοκῐμάω:''' ион. = [[ἀποδοκιμάζω]]. | |elrutext='''ἀποδοκῐμάω:''' ион. = [[ἀποδοκιμάζω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἀποδοκιμάζω]]<br />to [[reject]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
A = ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.
Spanish (DGE)
rechazar οὐδένα Hdt.1.199.
Greek Monotonic
ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.
Middle Liddell
= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.