βασανιστέος: Difference between revisions
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰσᾰνιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[καθένας]] που υπόκειται σε [[εξέταση]], έλεγχο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>βασανιστέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να υποβάλει σε [[βασανιστήριο]], <i>τινά</i>, στον ίδ., σε Δημ. | |lsmtext='''βᾰσᾰνιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[καθένας]] που υπόκειται σε [[εξέταση]], έλεγχο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>βασανιστέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να υποβάλει σε [[βασανιστήριο]], <i>τινά</i>, στον ίδ., σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βασανιστέος]] -α –ον, adj. verb. van [[βασανίζω]], die onderzocht moet worden, te onderzoeken:; βασανιστέον [[τόδε]] [[σοι]] τὸ [[πάθος]] μετ ’ [[ἐμοῦ]] dit ongeluk moet door jou met mij worden onderzocht Aristoph. Lys. 478; n. onpers. βασανιστέον men moet onder foltering ondervragen, met acc. : οὐδὲν ἦν Μιλύαν περὶ τούτων βασανιστέον het was absoluut niet nodig Milyas over deze dingen onder foltering te ondervragen Dem. 29.35. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:49, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be proved or tested under suffering, Ar.Lys. 478, Pl.R.540a. II βασανιστέον one must put to the test, prove, τινά ib.503d, Max.Tyr.24.4, Gal.17(1).337, Jul.Or.7.226a, Them. Or.23.287c; one must put to the torture, D.29.35.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσανιστέος: α,ον,ῥημ. ἐπίθ. ,ὃν πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἀποδείξῃ διὰ βασάνων, Ἀριστοφ. Λυσ. 478, Πλάτ. Πολ. 539Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de βασανίζω.
Spanish (DGE)
(βᾰσᾰνιστέος) -α, -ον
que debe ser puesto a prueba ἐν τούτοις (ἀρχαῖς) βασανιστέοι εἰ ἐμμενοῦσιν ἑλκόμενοι Pl.R.540a
•que debe ser sometido a examen βασανιστέον τόδε σοι πάθος μετ' ἐμοῦ Ar.Lys.478.
Greek Monotonic
βᾰσᾰνιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. καθένας που υπόκειται σε εξέταση, έλεγχο, σε Πλάτ.
II. βασανιστέον, πρέπει κάποιος να υποβάλει σε βασανιστήριο, τινά, στον ίδ., σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασανιστέος -α –ον, adj. verb. van βασανίζω, die onderzocht moet worden, te onderzoeken:; βασανιστέον τόδε σοι τὸ πάθος μετ ’ ἐμοῦ dit ongeluk moet door jou met mij worden onderzocht Aristoph. Lys. 478; n. onpers. βασανιστέον men moet onder foltering ondervragen, met acc. : οὐδὲν ἦν Μιλύαν περὶ τούτων βασανιστέον het was absoluut niet nodig Milyas over deze dingen onder foltering te ondervragen Dem. 29.35.