ἐμμονή: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐμμονή:''' ἡ упорствование: τὸ μὴ ([[δίκην]]) [[διδόναι]] ἐ. τοῦ κακοῦ (sc. ἐστιν) Plat. безнаказанность увековечивает зло. | |elrutext='''ἐμμονή:''' ἡ упорствование: τὸ μὴ ([[δίκην]]) [[διδόναι]] ἐ. τοῦ κακοῦ (sc. ἐστιν) Plat. безнаказанность увековечивает зло. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐμμονή]], ἡ, [[ἐμμένω]]<br />an [[abiding]] by, cleaving to, τινος Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A continuance, opp. ἀπαλλαγή, τοῦ κακοῦ Pl.Grg. 479d.
German (Pape)
[Seite 809] ἡ, das Darinbleiben, Ausdauern, κακοῦ, im Uebel, Plat. Gorg. 479 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμονή: ἡ, τὸ ἐμμένειν εἴς τι, ἐμμονὴ τοῦ κακοῦ Πλάτ. Γοργ. 479D.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
persévérance dans, insistance à, gén..
Étymologie: ἐμμένω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
continuación, persistencia τοῦ κακοῦ Pl.Grg.479d, cf. Iambl.Myst.3.13.
Greek Monolingual
η (AM ἐμμονή)
επιμονή, σταθερότητα σε κάτι
αρχ.
παραμονή, συνέχιση, διατήρηση.
Greek Monotonic
ἐμμονή: ἡ (ἐμμένω), επιμονή, σταθερότητα, τινος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμονή: ἡ упорствование: τὸ μὴ (δίκην) διδόναι ἐ. τοῦ κακοῦ (sc. ἐστιν) Plat. безнаказанность увековечивает зло.