ταυροβόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυροβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει ταύρους, σε Ανθ.
|lsmtext='''ταυροβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει ταύρους, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρο-βόρος, ον, [[βιβρώσκω]]<br />[[devouring]] bulls, Anth.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροβόρος Medium diacritics: ταυροβόρος Low diacritics: ταυροβόρος Capitals: ΤΑΥΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: taurobóros Transliteration B: tauroboros Transliteration C: tavrovoros Beta Code: taurobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A devouring bulls, λέων APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere fressend, λέων, Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων ταύρους, λέων Ἀνθ. Πλαν. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les taureaux.
Étymologie: ταῦρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει ταύρους, ταυροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].

Greek Monotonic

ταυροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει ταύρους, σε Ανθ.

Middle Liddell

ταυρο-βόρος, ον, βιβρώσκω
devouring bulls, Anth.