θηρολέτης: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηρολέτης:''' -ου, ὁ ([[ὄλλυμι]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θηρολέτης:''' -ου, ὁ ([[ὄλλυμι]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηρ-ολέτης, ου, [[ὄλλυμι]]<br />[[slayer]] of beasts, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A slayer of beasts, Hsch.; ὄζος ὁ θ., of the club of Heracles, APl.4.104 (Phil.):—fem. θηρ-ολέτις, ιδος, cj. for θηρότις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1210] ὁ, wilde Thiere vernichtend; so heißt die Keule des Herakles Philp. 52 (Plan. 104).
Greek (Liddell-Scott)
θηρολέτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία, Ἡσύχ.· ὄζος ὁ θηρολέτης, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 4. 104· θηλ. θηρολέτις, ιδος, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
destructeur de bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
θηρολέτης, ό και θηλ. θηρολέτις (Α)
1. αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, κυνηγός
2. φρ. «ὄζος ὁ θηρολέτης» — το ρόπαλο του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + ολέτης (< όλλυμι «καταστρέφω»)].
Greek Monotonic
θηρολέτης: -ου, ὁ (ὄλλυμι), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, σε Ανθ. Π.