ἀρκεόντως: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρκεόντως:''' Plut. = [[ἀρκούντως]]. | |elrutext='''ἀρκεόντως:''' Plut. = [[ἀρκούντως]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀρκέω]]<br />[[enough]], [[abundantly]], [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]] 'tis [[enough]], Aesch., Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω)
A enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
c. ἀρκούντως.
Greek Monolingual
βλ. αρκούντως.
Greek Monotonic
ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκεόντως: Plut. = ἀρκούντως.
Middle Liddell
ἀρκέω
enough, abundantly, ἀρκούντως ἔχει 'tis enough, Aesch., Thuc.