αὔτανδρος: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὔτανδρος:''' вместе со всеми людьми ([[ναῦς]] Polyb.; οἰκίαι Plut.; [[ἅμαξα]] Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.). | |elrutext='''αὔτανδρος:''' вместе со всеми людьми ([[ναῦς]] Polyb.; οἰκίαι Plut.; [[ἅμαξα]] Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br />[[together]] with the men, men and all, Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ)
A together with the men, men and all, ναῦς αὐτάνδρους ἀπέβαλον Plb.1.23.7, cf. Sosyl.p.31 B., A.R.3.582, Luc.Bacch.3, etc.; πόλεις αὐ. ἀνῃρῆσθαι D.H.7.60: hence αὔ. λαός the people, every man of them, J.BJ3.7.31.
German (Pape)
[Seite 395] sammt den Menschen, sammt der Mannschaft, ναῦς λαβεῖν Pol. 1, 25. 28; öfter Sp.; vgl. Apollonids 16 (IX, 296); ἅμαξα Luc. Tox. 39; πόλεις ἀνῄρηνται Dion. Hal. 7, 60; στόλοι διεφθάρησαν 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
αὔτανδρος: -ον, (ἀνὴρ) «σὺν αὐτοῖς τοῖς ἀνδράσιν» Ἡσύχ., ναῦς αὐτάνδρους λαβεῖν, κτλ., Πολύβ. 1. 23, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 582· πρβλ. Θουκ. 2. 90· ἐντεῦθεν, τὸν τῆς πόλεως λαὸν αὔτανδρον, ὁλόκληρον τὸν ἐξ ἀνδρῶν συνιστάμενον λαὸν τῆς πόλεως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris ou détruit avec tous ses hommes ou avec tous ses habitants.
Étymologie: αὐτός, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ον
con la totalidad de los hombres, al completo στρατόπεδον Plb.1.54.4, I.BI 1.368, ἅμαξαι Luc.Tox.39, στόλοι D.H.2.6, ὁ δῆμος αὔ. el pueblo entero reunido I.BI 2.492, cf. 3.293, ἔθνος I.BI 4.243, πόλεις Luc.Bacch.3, D.H.7.60
•esp. de naves con toda la tripulación ναῦς Plb.1.23.7, 1.25.3, 16.5.2, Sosyl.1.2, Polyaen.5.22.2, πλοῖον Plb.4.6.1, 5.94.8, δόρυ νήιον A.R.3.582, cf. Call.Fr.7.33, Plu.Luc.8, Luc.VH 1.34, AP 9.296 (Apollonid.), Charito 7.6.1
•fig. ἡ γὰρ φιλοχρηματία ... καὶ ἡ φιληδονία ... καταβυθίζουσιν αὐτάνδρους ἤδη τοὺς βίους el afán de riquezas y el deseo de placer hunden nuestras vidas con toda su tripulación, e.d., completamente Longin.44.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὔτανδρος, -ον) ανήρ
Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο»
β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον»
γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)
II. επίρρ. αὐτανδρί
με όλους τους άντρες.
Greek Monotonic
αὔτανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που βρίσκεται μαζί με άνδρες, το σύνολο των ανθρώπων που αποτελείται από άνδρες, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
αὔτανδρος: вместе со всеми людьми (ναῦς Polyb.; οἰκίαι Plut.; ἅμαξα Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.).