ἄχλοος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄχλοος:''' стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).
|elrutext='''ἄχλοος:''' стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χλόα]]<br />without herbage, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχλοος Medium diacritics: ἄχλοος Low diacritics: άχλοος Capitals: ΑΧΛΟΟΣ
Transliteration A: áchloos Transliteration B: achloos Transliteration C: achloos Beta Code: a)/xloos

English (LSJ)

ον, contr. ἄχλους, ουν, (χλόα)

   A without herbage, E.Hel. 1327 (lyr.).    II sere, withered, Opp.H.2.496.    III discoloured, Hp.Coac.596.

German (Pape)

[Seite 418] zsgz. ἄχλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): ἄνευ χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. ξηρός, μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 sans herbages;
2 sans verdure, desséché.
Étymologie: ἀ, χλόα.

Spanish (DGE)

-ον
1 que carece de vegetación, de verdor πεδία E.Hel.1327
que ha perdido el verdor, marchito ἔρνος Opp.H.2.496.
2 ref. sólo al color descolorido, amarillento διαχώρημα Hp.Coac.596.

Greek Monolingual

ἄχλοος, -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) χλόη
ξερός, μαραμένος
αρχ.
ο χωρίς χλόη.

Greek Monotonic

ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, -ουν (χλόα), αυτός που δεν έχει χλόη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχλοος: стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).

Middle Liddell

χλόα
without herbage, Eur.