βοτηρικός: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βοτηρικός]] -ή -όν [[βοτήρ]] herders-, herderlijk. | |elnltext=[[βοτηρικός]] -ή -όν [[βοτήρ]] herders-, herderlijk. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[βοτήρ]]<br />of or for a [[herdsman]], Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).
Greek (Liddell-Scott)
βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).
Greek Monolingual
βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.
Greek Monotonic
βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βοτηρικός: пастушеский, пастуший (ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτηρικός -ή -όν βοτήρ herders-, herderlijk.