βοητής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοητής:''' -οῦ, ὁ ([[βοάω]]), [[θορυβώδης]], αυτός που κραυγάζει, [[φωνακλάς]]· Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''βοητής:''' -οῦ, ὁ ([[βοάω]]), [[θορυβώδης]], αυτός που κραυγάζει, [[φωνακλάς]]· Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βοάω]]<br />[[clamorous]]:— doric fem. [[βοᾶτις]] Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοητής Medium diacritics: βοητής Low diacritics: βοητής Capitals: ΒΟΗΤΗΣ
Transliteration A: boētḗs Transliteration B: boētēs Transliteration C: voitis Beta Code: bohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A clamorous, Hp.Ep.19, prob.l. in Morb.Sacr.15, cf. Hsch. s.v. ἠπύτα: Dor. fem., βοᾶτις αὐδά A.Pers.575 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, der Schreier, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βοητής: -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. βοᾶτις αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
criard.
Étymologie: βοάω.

Spanish (DGE)

-οῦ
chillón, que grita οἱ μὲν γὰρ ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι καὶ οὐ βοηταί Hp.Morb.Sacr.15, Ep.19, cf. Hsch.s.u. ἠπύτα.

Greek Monolingual

βοητής, ο (Α)
αυτός που φωνάζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοώ. Η άποψη βοητής < βοή είναι απίθανη].

Greek Monotonic

βοητής: -οῦ, ὁ (βοάω), θορυβώδης, αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς· Δωρ. θηλ. βοᾶτις, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βοάω
clamorous:— doric fem. βοᾶτις Aesch.