δεκαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(nl)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεκαρχία -ας, ἡ [δεκάρχης] regering van tien man (decemviraat).
|elnltext=δεκαρχία -ας, ἡ [δεκάρχης] regering van tien man (decemviraat).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[δεκάρχης]]<br />the [[government]] of ten, Xen.
}}
}}

Revision as of 20:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαρχία Medium diacritics: δεκαρχία Low diacritics: δεκαρχία Capitals: ΔΕΚΑΡΧΙΑ
Transliteration A: dekarchía Transliteration B: dekarchia Transliteration C: dekarchia Beta Code: dekarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = δεκαδαρχία, X.HG3.4.2, Isoc.4.110, al.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, = δεκαδαρχία, Xen. Hell. 3, 4, 2 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαρχία: ἡ, = δεκαδαρχία, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. gouvernement des Dix :
1 institué par Lysandre dans les cités d’Asie après la prise d’Athènes;
2 en Thessalie, sous l’autorité de Philippe de Macédoine;
II. à Rome décemvirat.
Étymologie: δεκάρχης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 decarquía, consejo de los diezde los gobiernos oligárquicos impuestos por Lisandro tras la guerra del Peloponeso, Isoc.4.110, X.HG 3.4.2, τυραννίδας ... κατέστησαν, ἃς προσεῖπον εὐφήμως δεκαρχίας Aristid.Or.26.47 (cf. δεκαδαρχία 1, δέκα I 2 c).
2 gener. gobierno oligárquico D.Chr.36.31, Str.17.3.25.
3 en Roma decenvirato, colegio de los decénviros D.C.Epit.7.18.5, 11.
4 decena, grupo de diez glos. a δεκάς Sch.Opp.H.1.443.

Greek Monolingual

η (AM δεκαρχία) δεκάρχης
αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες
νεοελλ.
1. το αξίωμα του δεκάρχου
2. ομάδα δέκα ανδρών
μσν.
ομάδα δέκα στρατιωτών
αρχ.
(στη Ρώμη) η δεκανδρία.

Greek Monotonic

δεκαρχία: ἡ, εξουσία, διακυβέρνηση δέκα ανδρών, αρχόντων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δεκαρχία: ἡ Xen., Dem. = δεκαδαρχία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκαρχία -ας, ἡ [δεκάρχης] regering van tien man (decemviraat).

Middle Liddell

[from δεκάρχης
the government of ten, Xen.