δίγληνος: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίγληνος:''' с двойным зрачком: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза. | |elrutext='''δίγληνος:''' с двойным зрачком: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δί-γληνος, ον <i>adj</i> [[γλήνη]]<br />with two eye-balls, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:59, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.
Greek (Liddell-Scott)
δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.
Greek Monolingual
δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
Greek Monotonic
δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.
Middle Liddell
δί-γληνος, ον adj γλήνη
with two eye-balls, Theocr.