διφρηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διφρηλάτης:''' дор. [[διφρηλάτας]], ου (λᾰ) ὁ Pind., Aesch., Eur. = [[διφρευτής]].
|elrutext='''διφρηλάτης:''' дор. [[διφρηλάτας]], ου (λᾰ) ὁ Pind., Aesch., Eur. = [[διφρευτής]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> <i>n</i> [[ἐλαύνω]]<br />a [[charioteer]], Trag.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρηλάτης Medium diacritics: διφρηλάτης Low diacritics: διφρηλάτης Capitals: ΔΙΦΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: diphrēlátēs Transliteration B: diphrēlatēs Transliteration C: difrilatis Beta Code: difrhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A charioteer, Pi.P.9.81, A.Eu.156 (lyr.), S.El.753, E.IA216 (lyr.), etc.—Poet. and later Prose, Luc.DDeor. 25.1.

German (Pape)

[Seite 645] ὁ, Wagenlenker; Pind. I. 1, 17; Aesch. Eum. 151; Soph. El. 743; Eur. I. A. 216. Auch Luc. D. D. 25, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διφρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ἁρματηλάτης, Πίνδ. Π. 9. 143, Αἰσχύλ. Εὐμ. 156, Σοφ. Ἡλ. 753, κτλ. Μόνον ποιητ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: δίφρος, ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -ας Pi.P.9.81a, Mesom.5.17

• Prosodia: [-ᾰ-]
auriga Pi.l.c., I.1.17, A.Eu.156, S.El.753, E.IA 216, Luc.DDeor.24.1, AP 16.387
fem., epít. de Isis, Mesom.l.c.

Greek Monolingual

ο (Α διφρηλάτης
θηλ. διφρελάτειρα, η)
αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης.

Greek Monotonic

διφρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

διφρηλάτης: дор. διφρηλάτας, ου (λᾰ) ὁ Pind., Aesch., Eur. = διφρευτής.

Middle Liddell

n n ἐλαύνω
a charioteer, Trag.