δύσθετος: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσθετος:''' -ον ([[τίθημι]]), αυτός που βρίσκεται σε κακή, άσχημη [[κατάσταση]], [[θέση]]. | |lsmtext='''δύσθετος:''' -ον ([[τίθημι]]), αυτός που βρίσκεται σε κακή, άσχημη [[κατάσταση]], [[θέση]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δύσ-θετος, ον [[τίθημι]]<br />in bad [[case]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (τίθημι)
A in bad case, κακόν Ph.1.97; τὸ δ. bad condition, J.AJ15.9.6. II hard to set right, Hp.Fract.38 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 681] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie δυσέμβολος.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθετος: -ον, (τίθημι) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ κατάστασις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. δυσέμβλητος, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à placer, à remettre;
2 mal disposé.
Étymologie: δυσ-, τίθημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de colocar o enderezarde dislocaciones, Hp.Fract.38
•fig. difícil de situar κακόν Ph.1.97.
2 difícil πρυτανεύσαντα ἐν δυσθέτῳ καιρῷ siendo prítanis en un período de dificultades, SEG 28.1217 (Balbura II/III d.C.)
•neutr. subst. τὸ δ. la mala situación τῆς χώρας I.AI 15.334.
II que no está bien situado, descolocado Hsch.s.u. ἀστρηνές.
Greek Monotonic
δύσθετος: -ον (τίθημι), αυτός που βρίσκεται σε κακή, άσχημη κατάσταση, θέση.