δοριπτοίητος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(1b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δοριπτοίητος:''' разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).
|elrutext='''δοριπτοίητος:''' разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορι-πτοίητος, ον <i>adj</i> [[πτοιέω]]<br />[[scattered]] by the [[spear]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπτοίητος Medium diacritics: δοριπτοίητος Low diacritics: δοριπτοίητος Capitals: ΔΟΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: doriptoíētos Transliteration B: doriptoiētos Transliteration C: doriptoiitos Beta Code: doriptoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d’un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.