δρέπτω: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρέπτω:''' ποιητ. αντί [[δρέπω]], [[κόβω]] και [[μαζεύω]], Επικ. παρατ. <i>δρέπτον</i>, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. | |lsmtext='''δρέπτω:''' ποιητ. αντί [[δρέπω]], [[κόβω]] και [[μαζεύω]], Επικ. παρατ. <i>δρέπτον</i>, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. for [[δρέπω]],]<br />to [[pluck]], epic imperf. δρέπτον, Mosch.: so in Mid., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
poet. for sq.,
A pluck, Ep.impf. δρέπτον Mosch.2.69:—more freq. in Med., Opp.C.2.38, APl. 4.231 (Anyte), etc.
German (Pape)
[Seite 666] p. = δρέπω, Mosch. 2, 69. – Med., Opp. Cyn. 2, 38 Anyte 3 (Plan. 231) u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπτω: ποιητ. ἀντὶ δρέπω, κόπτω, ἰδίως ὅπως συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
French (Bailly abrégé)
c. δρέπω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δρέπτον Mosch.2.69]
en v. act. y med. coger, recoger, cortar flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς ἄνθος ὀπώρης Opp.C.2.38, cf. 253, τὸ μέλι AP 10.41.8 (Luc.)
•c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω AP 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)
•fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), Orac.Chald.37.14.
Greek Monotonic
δρέπτω: ποιητ. αντί δρέπω, κόβω και μαζεύω, Επικ. παρατ. δρέπτον, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.
Middle Liddell
poet. for δρέπω,]
to pluck, epic imperf. δρέπτον, Mosch.: so in Mid., Anth.