δοριθήρατος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(1b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]]. | |elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hunted and taken by the spear, E.Hec.103 (anap.), Tr.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 658] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.
Greek (Liddell-Scott)
δορῐθήρατος: -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, θηράομαι.
Spanish (DGE)
(δορῐθήρᾱτος) -ον
capturado por las armas, de pers. hecho prisionero por las armas δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.Hec.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.Tr.574.
Greek Monolingual
δοριθήρατος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο.
Greek Monotonic
δορῐθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δοριθήρᾱτος: Eur. = δοριάλωτος.