Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐθελόκακος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελόκᾰκος:''' -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι [[κακός]] ή [[δειλός]].
|lsmtext='''ἐθελόκᾰκος:''' -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι [[κακός]] ή [[δειλός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐθελό-κᾰκος, ον<br />[[wilfully]] bad or [[cowardly]].
}}
}}

Revision as of 21:23, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελόκᾰκος Medium diacritics: ἐθελόκακος Low diacritics: εθελόκακος Capitals: ΕΘΕΛΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: ethelókakos Transliteration B: ethelokakos Transliteration C: ethelokakos Beta Code: e)qelo/kakos

English (LSJ)

ον,

   A = κακὰ θέλων, Hsch.    II guilty of wilful cowardice, of soldiers, τὸ τῶν στρατιωτῶν ἐ. D.H.9.7. Adv. -κως App.Ital.7Fr.

German (Pape)

[Seite 718] vorsätzlich schlecht, pflichtvergessen, bes. im Kriege, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόκακος: -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, δειλός, ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
volontairement méchant.
Étymologie: ἐθέλω, κακός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1malévolo προαίρεσις Basil.M.31.1096B, γνώμη Cyr.Al.M.69.868A, cf. Pamph.Mon.Solut.17.10, μανία Cosm.Ind.Top.10.61, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐ. malevolencia τοῦ Διός Chamael.18.
2 subst. τὸ ἐ. cobardía simulada τῶν στρατιωτῶν D.H.9.7.
II adv. -ως
1 perversamente (τὸ δοκοῦν) ἐ. ... παραβαθέν Isid.Pel.Ep.M.78.1308B.
2 en forma deliberadamente cobarde ἠγωνίζοντο App.Ital.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐθελόκακος, -ον)
1. αυτός που θέλει να είναι κακός
2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία.

Greek Monotonic

ἐθελόκᾰκος: -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι κακός ή δειλός.

Middle Liddell

ἐθελό-κᾰκος, ον
wilfully bad or cowardly.